- παχνώδης
- παχν-ώδης, ες,A = παχνήεις, Gp. 1.12.27 : metaph., chill, cold,
αὐχμός Hymn.Is.146
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αὐχμός Hymn.Is.146
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παχνώδης — chill masc/fem acc pl (attic epic doric) παχνώδης chill masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) παχνώδης chill masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχνῶδες — παχνώδης chill masc/fem voc sg παχνώδης chill neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχνώδεος — παχνώδης chill masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχνήεις — εσσα, εν, ΜΑ ο γεμάτος από πάχνη, παχνώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάχνη + κατάλ. ήεις (πρβλ. τολμ ήεις)] … Dictionary of Greek